Ἕλληνες νεομάρτυρες ἀπό ἀθεϊστές
Οἱ παρακάτω
μαρτυρίες προέρχονται ἀπό τό συγκλονιστικό βιβλίο τοῦ π. Γρηγορίου, Ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους, Μορφές πού γνώρισα νά ἀσκοῦνται στό σκάμμα
τῆς Ἐκκλησίας, Σεπτέμβριος 2010, στίς σελ. 149-166. Εἶναι διηγήσεις γιά ἀνθρώπους – σχεδόν πάντα ἱερεῖς – πού βασανίστηκαν
καί θανατώθηκαν κατά τόν Ἐμφύλιο, ἐξαιτίας τῆς χριστιανικῆς ἤ τῆς ἱερατικῆς τους ἰδιότητας. Τίς ἀναδημοσιεύουμε γιά λόγους καθαρά πνευματικούς, χωρίς καμμιά ἀπολύτως διάθεση
πολιτικοῦ φατριασμοῦ ἤ σκοπιμότητας. Μακάρι ὁ Θεός νά συγχωρέσει καί νά ἀναπαύσει καί
τούς δήμιους, μέ τίς πρεσβεῖες τῶν μαρτύρων - θυμάτων τους. Καί μακάρι οἱ ἰδεολογικοί τους
ἐπίγονοι, κάθε μορφῆς, νά ἔχουν θεία φώτιση καί εὐλογία στίς ἐπιλογές τους.
Α. Τό μαρτύριο τοῦ π. Χρυσόστομου
Παπαχρήστου.
Ἡ ἱστορία καταγράφηκε ἀπό τό συγγραφέα τό Πάσχα τοῦ 1966 στό
Μεγαλοχώρι τῶν Τρικάλων. Διηγεῖται ἡ ἀδελφή του Ἀριάδνη, πού συνάντησε σέ κάποιο ἑστιατόριο ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος φοροῦσε ροῦχα πού ἀνῆκαν στόν ἀδελφό της.
«…Κάθομαι στό
τραπέζι ἀπέναντί του. Τό γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δέν εἶναι αὐτοῦ ἡ θέση σου”. Ἔκανα τόν κουφό.
Γεμίζω ἀπό θάρρος ἀνδρίκιο καί τοῦ λέγω:
–Ξένε, τό
κουστούμι, τά ροῦχα πού φορᾶς τά ’χω ἐγώ ραμμένα. Τά παρατήρησα καλά καί εἶδα τίς δαχτυλιές μου ἐπάνω. Θά μοῦ πεῖς ποῦ τά βρῆκες. Δέν θά μοῦ κρύψεις
τίποτες. Κι ἐγώ, σοῦ ὑπόσχομαι στό Χριστό μου, δέν θά σέ προδώσω. Ἀλλιῶς, τούτη τήν ὥρα θά κράξω καί
θά φωνάξω.
–Θα σοῦ πῶ ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά μή μέ
καταδώσεις· κι ἐγώ διαταγές ἐκτελοῦσα. Ἄκουε, λοιπόν. Ἐκεί πού μέναμε ἔφεραν ἕναν, μᾶλλον πρέπει νά ἦταν παπάς. Δέν εἶχε ὅμως καλυμμαύχι καί δέν φοροῦσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε τόσες
κακοποιήσεις πού δέν λέγονται. Εἰρωνεῖες τρομερές, κλωτσιές, σάν μπάλα τόν ἔστελναν ἀπό τή μία μεριά
στήν ἄλλη. Μ’ ὅ,τι εὕρισκαν τόν χτυποῦσαν στό κεφάλι, στό πρόσωπο, στήν κοιλιά.
Ἐμένα πόνεσε ἡ ψυχή μου καί εἶπα νά τόν τελειώσω. Μοῦ τόν παρέδωσαν μέ τέσσερις ἄλλους νά τόν ἐκτελέσουμε. Τόν
σύραμε στό χεῖλος ἑνός λάκκου μέ βρωμόνερα. Τόν ἐγδύσαμε, τόν πασσαλώσαμε σέ τέσσερα παλούκια καί μέ
πρόσταξαν νά τόν γδάρω ζωντανό. Ὅταν ἔφθασα στά μπούτια (σ.σ. ἀρχίζοντας ἀπό τίς πατοῦσες), οἱ φωνές του καί
τά βογγητά του ἤτανε πράγμα φοβερό. Δέν ἄντεχα νά τόν ἀκούω καί τοῦ ἔδωσα μέ τό τσεκούρι στό κεφάλι καί τόν πέταξα στά
βρωμόνερα τοῦ λάκκου.
“Ο ἀδελφός μου ὁ
πάπα-Χρυσόστομος” πρόλαβα νά τοῦ πῶ καί συνῆλθα στό νοσοκομεῖο τῶν Τρικάλων. Νά γιατί ἔχω τήν καρδιά μου καί φορῶ πάντα μαῦρα καί ποτέ δέν
θά τά ἀποχωριστῶ.»
Ὁ συγγραφέας, στή συνέχεια, ρώτησε τή γυναίκα:
«–Κυρα-Ἀριάδνη, μήπως δέν ἦταν στ’ ἀλήθεια ἄνθρωπος κι ἦταν διάβολος γιά νά σέ ταράξει;
–Τα λές αὐτά, παιδί μου, γιά νά μέ παρηγορήσεις, ἀλλ’ ἦταν ἄνθρωπος
κυριευμένος ἀπό τό διάβολο.
–Τότε, ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, εἶναι μάρτυρας ὁ ἀδελφός σου, ἅγιος ἀληθινός. … Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, ἐλέησε μέ, Κύριε».
Β. Οἱ κόκκινοι
παραστάτες τῆς ἐξωκλησιᾶς.
Διηγεῖται ἕνας ἡλικιωμένος βοσκός
ἔξω ἀπ’ τό ξωκλήσι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, κοντά στή Μονή Μυρτιᾶς, περιοχή Τριχωνίδας τῆς Αἰτωλοακαρνανίας.
Ἡ καταγραφή ἔγινε τή δεκαετία τοῦ ’70.
«Ἕνα ἀπομεσήμερο ἔφτασαν ἐδῶ μπροστά πού
μιλοῦμε τώρα ὁμάδα ἀνταρτῶν. Εἶχαν μαζί τους ἕνα παπά. Τό τί τόν βασάνιζαν δέν μπορῶ νά σοῦ περιγράψω· λιγώνεται ἡ ψυχή μου. Μοῦ ’ρθε νά βάλω
φωτιά στόν τόπο, ἀλλά φοβήθηκα.
Τό πιό τρομερό ἀπ’ ὅλα ἦταν πώς τά
βασανιστήρια τά ’φτιαχναν γυναῖκες… Στό τέλος τόν ἔγδυσαν, τόν διαπόμπευσαν, τόν ἔδεσαν κάτω σ’ αὐτήν τήν αὐλή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου
καί οἱ ἄσπλαχνοι ἄντρες ἔκαναν χάζι μαζί τους. Μία σκύλα τοῦ ἀπέκοψε μέ τσεκούρι τά γεννητικά ὄργανα καί ἔβαψε τούς
παραστάτες τῆς ἐκκλησίας. Δέν εἶναι, παιδί μου, χρῶμα αὐτό πού θωρεῖς. Εἶναι αἷμα μαρτυρικό καί μάλιστα λευϊτικό (=ἱερέα). Διάβασα ὅλους τους βίους τῶν Ἁγίων ἐδῶ πού βόσκω τά πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δέν βρῆκα στά
συναξάρια. Ἀπό τότε κανείς δέν ἄσπρισε οὔτε ἔβγαλε αὐτό τό βάψιμο».
Ὁ ἀφηγητής ἄρχισε νά κλαίει καί ὁ συγγραφέας τόν ρώτησε:
«–Γιατί κλαῖς;
–Δεν κλαίω τόν
μάρτυρα, ἀλλά τούς ἀνθρώπους, πού χωρίς τό Θεό γίνονται τῶν θηρίων ἀγριότεροι. Ἀλλά γιατί, δέσποτα (=πάτερ), ἡ Ἐκκλησία δέν
τούς τιμᾶ τούς μάρτυρες αὐτούς ὡς Ἁγίους; Λένε: “Γιά νά μήν ἀνάβουν τά μίση”. Αὐτοί ἄναψαν καί ἔκαψαν καί τώρα πού θά δροσίσουν τήν Ἐκκλησία, ἀφήνουμε τή
μαρτυρία καί τά μαρτύρια καί καταπιανόμαστε μέ χωρατά καί παραμύθια; Ἀλλοίμονό μας,
πάτερ, ὅποιος καί νά εἶσαι».
Γ. Ὁ πάπα-δάσκαλος
μέ τά πληγωμένα χείλη.
Ἀφηγητής ἐδώ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ παθῶν, πού ἐπιβίωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Καταγράφηκε στήν Παναγία τήν Προυσιώτισσα, ὅπου ὁ ἱερέας ἀρνήθηκε νά
φιλοξενηθεῖ στό κελλί ὅπου, ὅπως ἀποκάλυψε, τόν κρατοῦσαν φυλακισμένο οἱ ἀντάρτες τό 1944, μαζί μέ ἄλλους, «χωροφύλακες, παπάδες καί δασκάλους».
«…Τό καθημερινό
μας φαγητό ἦταν κολοκύθια ἀνάλαδα καί ἀνάλατα. Ὁ ἡγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθοῦσε κάτι νά μοῦ προσφέρει. Ὁσάκις γινόταν ἀντιληπτό, ἐρχόντουσαν στό κελλί μου καί μοῦ ’βγαζαν μέ τήν
κάνη τοῦ ὅπλου τά δόντια. Ὅσες φορές μέ φίλεψε ὁ ἡγούμενος, τόσα δόντια μοῦ ἔβγαλαν καί τόσες πληγές μοῦ προξένησαν στά χείλη, πού ἀκόμη δέν
θεραπεύτηκαν. Ἴσως αὐτές οἱ πληγές μοῦ κόψουν τό νῆμα τῆς ζωῆς.»
«Ἔτσι κι ἔγινε» συνεχίζει
ὁ συγγραφέας. «Ἐξελίχθηκαν σέ καρκίνο καί πολύ γρήγορα μετέστη ὁ μαρτυρικός
παπάς».
Οἱ κρατούμενοι ἀπελευθερώθηκαν ὅταν οἱ ἀντάρτες
πληροφορήθηκαν πώς πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τούς φόρτωσαν στήν πλάτη ἀπό ἕνα γεμάτο
τσουβάλι καί τούς ἔστειλαν στό χωριό Καστανιά. Ὅταν ἔφτασαν κι ἄνοιξαν τά τσουβάλια διαπίστωσαν πώς περιεῖχαν τοῦβλα καί
παλιοσίδερα.
«Καί ἔλεγε ὁ πάπα-δάσκαλος:
–Δόξα τῷ Θεῷ, τά ξεχάσαμε
σήμερα καί ζοῦμε καί γελοῦμε καί λέμε: “Κύριε, μή στήσης τήν ἁμαρτίαν αὐτῶν”· δέν ξέρανε τί κάνανε».
Δ. Ὁ μπάρμπα-Κωστής
ὁ εὐλαβής.
«Πίσω, στά
βόρεια τοῦ ὅρους Δίρφυς (Εὐβοίας), στίς ἀπόκρημνες ἀκτές τοῦ νησιοῦ, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια· σήμερα θά τά ποῦμε
συνοικισμούς. Σ’ ἕνα ἀπό αὐτά κατοικοῦσε κι ὁ μπάρμπα-Κωστής ὁ εὐλαβής.
Ζοῦσε μέ τήν οἰκογένειά του, ἀσχολούμενος μέ
τήν κτηνοτροφία καί τήν καλλιέργεια τῆς λιγοστῆς γῆς. Ἡ τυραννισμένη ζωή τοῦ ἀγροτοκτηνοτρόφου,
τό ξεροβόρι πού τόν θαλασσόδερνε, ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία τόν ἔκαναν νά φαντάζει τῶν ἀσκητῶν ἀσκητικώτερος. Ποιός ξέρει πόσες φορές, μέ τό κέρινο
πρόσωπό του στραμμένο στό Αἰγαῖο, θωροῦσε τά καράβια ν’ ἀρμενίζουν στό ἀνοιχτό καί ἀτέρμονο πέλαγος καί προσευχόταν γι’ αὐτά, λιμάνι
γρήγορα νά πιάσουμε, στά σπίτια τους καί στίς φαμελιές τους γρήγορα τά
παλληκάρια νά γυρίσουνε […]
Ὁ μπάρμπα-Κωστής ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήσει, ὅλη τήν νύχτα σάν
νυχτοκόρακας τήν ἔβγαζε στό δάσος προσευχόμενος. Τήν αὐγή παρουσιαζόταν νά φορέσει τά καλά του γιά τήν ἐκκλησιά καί τήν
μεταλαβιά. Καί ἄλλοι χάνονται τίς νύχτες στίς μέρες μας, ἀλλά σάν φέξει ἐμφανίζονται σάν
φρικιά.
Ὁ γέρος ἦταν φιλόξενος· τό σπίτι τοῦ πάντα ἀνοιχτό γιά ὅλους. Ἀκόμη καί οἱ πολυθρύλητοι
γύφτοι στό δικό του κονάκι ἀκουμποῦσαν νά ξημερώσουν καί νά πιάσουν ψωμί. Καθόλου δέν
φοβόταν μή τόν κλέψουν ἤ τόν ἀϊτέψουν μέ τίς μαγεῖες καί τά ξόρκια τους. Ἡ τέλεια ἀγάπη τοῦ Κωστῆ γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον ἔδιωχνε κάθε
φόβο. Ρωτοῦσαν οἱ περίοικοι:
–Δεν τούς φοβᾶσαι τούς
τσιγγάνους, πού ἔχουν μακριά χέρια καί κουβαλοῦν δαιμονικά;
Καί ἀπαντοῦσε ἤρεμα καί καλά:
–Ὅταν ἔχουμε τόν Θεό
μαζί μας, κανένας δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει κακό. “Ἰησούς Χριστός νικᾶ κι ὅλα τά κακά
σκορπᾶ” δέν λέμε στήν προσευχή μας;
Ὁ Κωστής ζοῦσε στά δύσκολα χρόνια τοῦ ἐμφύλιου
σπαραγμοῦ, πού ἀδελφός τόν ἀδελφό σκότωνε γιά τό κόμμα καί τήν ἰδέα τῆς λαοκρατίας. Παρ’ ὅλο πού ποτέ δέν σύχναζε σέ μαγαζιά καί ποτέ δέν ἔμπαινε σέ
συζητήσεις πού ἐξάπτουν τά πάθη, κάποιου ἀπό τό χωριό τοῦ εἶχε “καθίσει”, ἐπειδῆς εἶχε γιό στόν στρατό, νά τόν ξεβγάλει τόν δίκαιο. Κάποια
βολά(=φορά) πού τόν βρῆκε μόνο τοῦ νά βόσκει τά ζωντανά του, ἀφοῦ τόν τυράννησε μέ μύρια βασανιστήρια […], στό τέλος, ἀφοῦ τόν ἔδεσε
χειροπόδαρα καί τοῦ κρέμασε μεγάλη πέτρα στόν ἁγιασμένο τοῦ τράχηλο, τόν γκρέμισε στή θάλασσα. Ἔτσι, ἡ θάλασσα, πού
τόν συντρόφευε νύχτα καί μέρα, δέχθηκε τό μαρτυρικό του σῶμα καί ὁ καταγάλανος οὐρανός τήν
κεκαθαρμένη του ψυχή.
Ἡ θάλασσα σεβάστηκε τό σῶμα του καί δέν ἐπέτρεψε νά τό
καταπιεῖ ἡ ἄβυσσος οὔτε τό ’δωσε τροφή στά κήτη. Τό ἔβγαλε στήν παραλία, ὄχι ὅμως μέ τούς
φυσικούς ὅρους πλαγιασμένο, ἀλλά ὄρθιο φάνταζε ἀπό τήν μέση κι ἐπάνω, ὅπως τό λείψανο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στόν ποταμό. Οἱ δικοί του καί οἱ χωριανοί τό ἐξέλαβαν ὡς θαῦμα καί τό κήδευσαν μέ τιμές μάρτυρος.
Ὁ δέ φονιάς καί ληστής, πιεζόμενος ἀπό διάφορες καταστάσεις
καί ἐλέγχους συνειδήσεως, ἀπό τόν ἴδιο γκρεμό ἔρριψε τόν ἑαυτό του στήν θάλασσα, σάν ἄλλος Ἰούδας, καί ἐξεμέτρησε τό ζῆν (=πέθανε)»…
Ε. Τό μαρτύριο τοῦ ἀνώνυμου παπᾶ.
Καταγράφηκε στό
Ἅγιο Ὅρος τό 2006, μέ ἀφηγητή ἕναν ἡλικιωμένο κτηνοτρόφο ἀπό τό Μέτσοβο.
«…Τά χρόνια του
ἐμφύλιου σπαραγμοῦ, τό ’47, μέ τά μικρότερα ἀδέλφια μου σέ μία πλαγιά πού ξεσαλαγίζαμε τά πρόβατα,
τί νά δοῦμε καί πῶς νά τό ποῦμε τώρα; Σέ μία ἐλάτη εἶχαν δέσει ἕνα παπά. Τά ράσα καί τό καλυμαύχι του ἦταν πιό πέρα πεταμένα καί ποδοπατημένα, σάν νά εἶχαν πάρει φωτιά
καί τά πάτησαν γιά νά σβήσουν. Εἶχαν φτιάξει μέ ξύλα λόγχες καί εἶχαν τρυπήσει τά
μάτια του, τά αὐτιά του, τό στόμα του, τή φύση τού [=τά γεννητικά του ὄργανα], τήν
καρδιά του. Τό δέ σῶμα τοῦ ὁλόκληρο εἶχε μπλαβιάσει σάν τό συκώτι.
Αὐτές τίς μέρες ἔλαχε τό ἐγγονάκι μου νά ἔχει μία εἰκόνα τοῦ μάρτυρα Σεβαστιανοῦ μέ λογχευμένο τό
σῶμα καί θυμήθηκα τόν ἄγνωστο παπά τοῦ ’47 στῆς Πίνδου τά βουνά, γι’ αὐτό σας τό διηγοῦμαι φρέσκο σάν νά εἶναι αὐτή ἡ στιγμή πού τόν βλέπω μπροστά μου».