Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

(Ἀντιγράφουμε ἀπό ἐδώ: http://o-nekros.blogspot.gr/2012/05/blog-post_05.html)

Ἕλληνες νεομάρτυρες ἀπό ἀθεϊστές

Ο παρακάτω μαρτυρίες προέρχονται πό τό συγκλονιστικό βιβλίο το π. Γρηγορίου, γουμένου τς μονς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου γίου Ὄρους, Μορφές πού γνώρισα νά σκονται στό σκάμμα τς κκλησίας, Σεπτέμβριος 2010, στίς σελ. 149-166. Εναι διηγήσεις γιά νθρώπους – σχεδόν πάντα ερεῖς – πού βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν κατά τόν μφύλιο, ξαιτίας τς χριστιανικς τς ερατικς τους διότητας. Τίς ναδημοσιεύουμε γιά λόγους καθαρά πνευματικούς, χωρίς καμμιά πολύτως διάθεση πολιτικο φατριασμο σκοπιμότητας. Μακάρι Θεός νά συγχωρέσει καί νά ναπαύσει καί τούς δήμιους, μέ τίς πρεσβεες τν μαρτύρων - θυμάτων τους. Καί μακάρι ο δεολογικοί τους πίγονοι, κάθε μορφς, νά χουν θεία φώτιση καί ελογία στίς πιλογές τους.

Α. Τό μαρτύριο το π. Χρυσόστομου Παπαχρήστου.

στορία καταγράφηκε πό τό συγγραφέα τό Πάσχα το 1966 στό Μεγαλοχώρι τν Τρικάλων. Διηγεται δελφή του ριάδνη, πού συνάντησε σέ κάποιο στιατόριο ναν νθρωπο, ποος φοροσε ροχα πού νκαν στόν δελφό της.
«…Κάθομαι στό τραπέζι πέναντί του. Τό γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δέν εναι ατο θέση σου”. κανα τόν κουφό. Γεμίζω πό θάρρος νδρίκιο καί το λέγω:
–Ξένε, τό κουστούμι, τά ροχα πού φορς τά ’χω γώ ραμμένα. Τά παρατήρησα καλά καί εδα τίς δαχτυλιές μου πάνω. Θά μο πες ποῦ τά βρκες. Δέν θά μο κρύψεις τίποτες. Κι γώ, σοῦ πόσχομαι στό Χριστό μου, δέν θά σέ προδώσω. λλις, τούτη τήν ρα θά κράξω καί θά φωνάξω.
–Θα σο π λη τήν λήθεια, λλά μή μέ καταδώσεις· κι γώ διαταγές κτελοσα. κουε, λοιπόν. κεί πού μέναμε φεραν ναν, μλλον πρέπει νά ταν παπάς. Δέν εχε μως καλυμμαύχι καί δέν φοροσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε τόσες κακοποιήσεις πού δέν λέγονται. Ερωνεες τρομερές, κλωτσιές, σάν μπάλα τόν στελναν πό τή μία μεριά στήν λλη. Μ’ ,τι ερισκαν τόν χτυποσαν στό κεφάλι, στό πρόσωπο, στήν κοιλιά.
μένα πόνεσε ψυχή μου καί επα νά τόν τελειώσω. Μο τόν παρέδωσαν μέ τέσσερις λλους νά τόν κτελέσουμε. Τόν σύραμε στό χελος νός λάκκου μέ βρωμόνερα. Τόν γδύσαμε, τόν πασσαλώσαμε σέ τέσσερα παλούκια καί μέ πρόσταξαν νά τόν γδάρω ζωντανό. ταν φθασα στά μπούτια (σ.σ. ρχίζοντας πό τίς πατοσες), ο φωνές του καί τά βογγητά του τανε πράγμα φοβερό. Δέν ντεχα νά τόν κούω καί το δωσα μέ τό τσεκούρι στό κεφάλι καί τόν πέταξα στά βρωμόνερα το λάκκου.
“Ο δελφός μου πάπα-Χρυσόστομος” πρόλαβα νά το π καί συνλθα στό νοσοκομεο τν Τρικάλων. Νά γιατί χω τήν καρδιά μου καί φορ πάντα μαρα καί ποτέ δέν θά τά ποχωριστ
συγγραφέας, στή συνέχεια, ρώτησε τή γυναίκα:
«–Κυρα-ριάδνη, μήπως δέν ταν στ’ λήθεια νθρωπος κι ταν διάβολος γιά νά σέ ταράξει;
–Τα λές ατά, παιδί μου, γιά νά μέ παρηγορήσεις, λλ’ ταν νθρωπος κυριευμένος πό τό διάβολο.
–Τότε, ν τσι χουν τά πράγματα, εναι μάρτυρας δελφός σου, γιος ληθινός. … Ατο γίαις πρεσβείαις, λέησε μέ, Κύριε».

Β. Ο κόκκινοι παραστάτες τς ξωκλησις.

Διηγεται νας λικιωμένος βοσκός ξω π’ τό ξωκλήσι το γίου Δημητρίου, κοντά στή Μονή Μυρτις, περιοχή Τριχωνίδας τς Ατωλοακαρνανίας. καταγραφή γινε τή δεκαετία το ’70.
«να πομεσήμερο φτασαν δ μπροστά πού μιλομε τώρα μάδα νταρτν. Εχαν μαζί τους να παπά. Τό τί τόν βασάνιζαν δέν μπορ νά σο περιγράψω· λιγώνεται ψυχή μου. Μο ’ρθε νά βάλω φωτιά στόν τόπο, λλά φοβήθηκα.
Τό πιό τρομερό π’ λα ταν πώς τά βασανιστήρια τά ’φτιαχναν γυνακες… Στό τέλος τόν γδυσαν, τόν διαπόμπευσαν, τόν δεσαν κάτω σ’ ατήν τήν αλή το γίου Δημητρίου καί ο σπλαχνοι ντρες καναν χάζι μαζί τους. Μία σκύλα το πέκοψε μέ τσεκούρι τά γεννητικά ργανα καί βαψε τούς παραστάτες τς κκλησίας. Δέν εναι, παιδί μου, χρμα ατό πού θωρες. Εναι αμα μαρτυρικό καί μάλιστα λευϊτικό (=ερέα). Διάβασα λους τους βίους τν γίων δ πού βόσκω τά πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δέν βρκα στά συναξάρια. πό τότε κανείς δέν σπρισε οτε βγαλε ατό τό βάψιμο».
φηγητής ρχισε νά κλαίει καί συγγραφέας τόν ρώτησε:
«–Γιατί κλας;
–Δεν κλαίω τόν μάρτυρα, λλά τούς νθρώπους, πού χωρίς τό Θεό γίνονται τν θηρίων γριότεροι. λλά γιατί, δέσποτα (=πάτερ), κκλησία δέν τούς τιμ τούς μάρτυρες ατούς ς γίους; Λένε: “Γιά νά μήν νάβουν τά μίση”. Ατοί ναψαν καί καψαν καί τώρα πού θά δροσίσουν τήν κκλησία, φήνουμε τή μαρτυρία καί τά μαρτύρια καί καταπιανόμαστε μέ χωρατά καί παραμύθια; λλοίμονό μας, πάτερ, ποιος καί νά εσαι».

Γ. πάπα-δάσκαλος μέ τά πληγωμένα χείλη.

φηγητής δώ εναι διος παθν, πού πιβίωσε πό τήν αχμαλωσία. Καταγράφηκε στήν Παναγία τήν Προυσιώτισσα, που ερέας ρνήθηκε νά φιλοξενηθε στό κελλί που, πως ποκάλυψε, τόν κρατοσαν φυλακισμένο ο ντάρτες τό 1944, μαζί μέ λλους, «χωροφύλακες, παπάδες καί δασκάλους».
«…Τό καθημερινό μας φαγητό ταν κολοκύθια νάλαδα καί νάλατα. γούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθοσε κάτι νά μο προσφέρει. σάκις γινόταν ντιληπτό, ρχόντουσαν στό κελλί μου καί μο ’βγαζαν μέ τήν κάνη το πλου τά δόντια. σες φορές μέ φίλεψε γούμενος, τόσα δόντια μοῦ βγαλαν καί τόσες πληγές μοῦ προξένησαν στά χείλη, πού κόμη δέν θεραπεύτηκαν. σως ατές ο πληγές μοῦ κόψουν τό νμα τς ζως.»
«τσι κι γινε» συνεχίζει συγγραφέας. «ξελίχθηκαν σέ καρκίνο καί πολύ γρήγορα μετέστη μαρτυρικός παπάς».
Ο κρατούμενοι πελευθερώθηκαν ταν ο ντάρτες πληροφορήθηκαν πώς πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τούς φόρτωσαν στήν πλάτη πό να γεμάτο τσουβάλι καί τούς στειλαν στό χωριό Καστανιά. ταν φτασαν κι νοιξαν τά τσουβάλια διαπίστωσαν πώς περιεχαν τοβλα καί παλιοσίδερα.
«Καί λεγε πάπα-δάσκαλος:
–Δόξα τ Θε, τά ξεχάσαμε σήμερα καί ζομε καί γελομε καί λέμε: “Κύριε, μή στήσης τήν μαρτίαν ατῶν”· δέν ξέρανε τί κάνανε».

Δ. μπάρμπα-Κωστής ελαβής.

«Πίσω, στά βόρεια τοῦ ρους Δίρφυς (Εὐβοίας), στίς πόκρημνες κτές το νησιο, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια· σήμερα θά τά πομε συνοικισμούς. Σ’ να πό ατά κατοικοσε κι μπάρμπα-Κωστής ελαβής.
Ζοσε μέ τήν οκογένειά του, σχολούμενος μέ τήν κτηνοτροφία καί τήν καλλιέργεια τς λιγοστς γς. τυραννισμένη ζωή το γροτοκτηνοτρόφου, τό ξεροβόρι πού τόν θαλασσόδερνε, νηστεία καί γρυπνία τόν καναν νά φαντάζει τν σκητν σκητικώτερος. Ποιός ξέρει πόσες φορές, μέ τό κέρινο πρόσωπό του στραμμένο στό Αγαο, θωροσε τά καράβια ν’ ρμενίζουν στό νοιχτό καί τέρμονο πέλαγος καί προσευχόταν γι’ ατά, λιμάνι γρήγορα νά πιάσουμε, στά σπίτια τους καί στίς φαμελιές τους γρήγορα τά παλληκάρια νά γυρίσουνε […]
μπάρμπα-Κωστής ταν νθρωπος τς προσευχς. ταν πρόκειτο νά κοινωνήσει, λη τήν νύχτα σάν νυχτοκόρακας τήν βγαζε στό δάσος προσευχόμενος. Τήν αγή παρουσιαζόταν νά φορέσει τά καλά του γιά τήν κκλησιά καί τήν μεταλαβιά. Καί λλοι χάνονται τίς νύχτες στίς μέρες μας, λλά σάν φέξει μφανίζονται σάν φρικιά.
γέρος ταν φιλόξενος· τό σπίτι το πάντα νοιχτό γιά λους. κόμη καί ο πολυθρύλητοι γύφτοι στό δικό του κονάκι κουμποσαν νά ξημερώσουν καί νά πιάσουν ψωμί. Καθόλου δέν φοβόταν μή τόν κλέψουν τόν ϊτέψουν μέ τίς μαγεες καί τά ξόρκια τους. Ἡ τέλεια γάπη το Κωστ γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον διωχνε κάθε φόβο. Ρωτοσαν ο περίοικοι:
–Δεν τούς φοβσαι τούς τσιγγάνους, πού χουν μακριά χέρια καί κουβαλον δαιμονικά;
Καί παντοσε ρεμα καί καλά:
–Ὅταν χουμε τόν Θεό μαζί μας, κανένας δέν μπορε νά μς κάνει κακό. “Ἰησούς Χριστός νικ κι λα τά κακά σκορπᾶ” δέν λέμε στήν προσευχή μας;
Κωστής ζοσε στά δύσκολα χρόνια το μφύλιου σπαραγμο, πού δελφός τόν δελφό σκότωνε γιά τό κόμμα καί τήν δέα τς λαοκρατίας. Παρ’ λο πού ποτέ δέν σύχναζε σέ μαγαζιά καί ποτέ δέν μπαινε σέ συζητήσεις πού ξάπτουν τά πάθη, κάποιου πό τό χωριό το εχε “καθίσει”, πειδς εχε γιό στόν στρατό, νά τόν ξεβγάλει τόν δίκαιο. Κάποια βολά(=φορά) πού τόν βρκε μόνο το νά βόσκει τά ζωντανά του, φο τόν τυράννησε μέ μύρια βασανιστήρια […], στό τέλος, φο τόν δεσε χειροπόδαρα καί το κρέμασε μεγάλη πέτρα στόν γιασμένο το τράχηλο, τόν γκρέμισε στή θάλασσα. τσι, θάλασσα, πού τόν συντρόφευε νύχτα καί μέρα, δέχθηκε τό μαρτυρικό του σμα καί καταγάλανος ορανός τήν κεκαθαρμένη του ψυχή.
θάλασσα σεβάστηκε τό σμα του καί δέν πέτρεψε νά τό καταπιεῖ βυσσος οτε τό ’δωσε τροφή στά κήτη. Τό βγαλε στήν παραλία, χι μως μέ τούς φυσικούς ρους πλαγιασμένο, λλά ρθιο φάνταζε πό τήν μέση κι πάνω, πως τό λείψανο το γίου Κοσμ το Ατωλο στόν ποταμό. Ο δικοί του καί ο χωριανοί τό ξέλαβαν ς θαμα καί τό κήδευσαν μέ τιμές μάρτυρος.
δέ φονιάς καί ληστής, πιεζόμενος πό διάφορες καταστάσεις καί λέγχους συνειδήσεως, πό τόν διο γκρεμό ρριψε τόν αυτό του στήν θάλασσα, σάν λλος ούδας, καί ξεμέτρησε τό ζῆν (=πέθανε)»…

Ε. Τό μαρτύριο το νώνυμου παπᾶ.

Καταγράφηκε στό γιο ρος τό 2006, μέ φηγητή ναν λικιωμένο κτηνοτρόφο πό τό Μέτσοβο.
«…Τά χρόνια του μφύλιου σπαραγμο, τό ’47, μέ τά μικρότερα δέλφια μου σέ μία πλαγιά πού ξεσαλαγίζαμε τά πρόβατα, τί νά δομε καί πς νά τό πομε τώρα; Σέ μία λάτη εχαν δέσει να παπά. Τά ράσα καί τό καλυμαύχι του ταν πιό πέρα πεταμένα καί ποδοπατημένα, σάν νά εχαν πάρει φωτιά καί τά πάτησαν γιά νά σβήσουν. Εχαν φτιάξει μέ ξύλα λόγχες καί εχαν τρυπήσει τά μάτια του, τά ατιά του, τό στόμα του, τή φύση τού [=τά γεννητικά του ργανα], τήν καρδιά του. Τό δέ σμα το λόκληρο εχε μπλαβιάσει σάν τό συκώτι.

Ατές τίς μέρες λαχε τό γγονάκι μου νά χει μία εκόνα το μάρτυρα Σεβαστιανο μέ λογχευμένο τό σμα καί θυμήθηκα τόν γνωστο παπά το ’47 στς Πίνδου τά βουνά, γι’ ατό σας τό διηγομαι φρέσκο σάν νά εναι ατή στιγμή πού τόν βλέπω μπροστά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου